Ἄργισσα — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄργισσαν — Ἄργισσα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λαρίσης, νομός — Διοικητική διαίρεση (5.555 τ. χλμ., 279.305 κάτ.) της περιφέρειας Θεσσαλίας, στο βορειοανατολικό της τμήμα. Συνορεύει στα Β με τους νομούς Πιερίας και Κοζάνης, στα Δ με τους νομούς Γρεβενών, Τρικάλων και Καρδίτσης, στα Ν με τους νομούς Φθιώτιδος… … Dictionary of Greek
Πελασγιώτις — Μία από τις 4 μοίρες της αρχαίας Θεσσαλίας. Η Π. αντιστοιχεί, περίπου με τον σημερινό νομό Λάρισας· τα όριά της όμως στην αρχαία εποχή προεκτείνονταν A μέχρι τον Παγασητικό κόλπο, ενώ BΔ έφταναν μέχρι τη γραμμή Πηνειού ΄Οσσας, χωρίς να… … Dictionary of Greek
Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται … Dictionary of Greek
νεολιθική εποχή — Η περίοδος της προϊστορίας από το 7000 π.Χ. έως περίπου το 2000 π.Χ., κατά τη διάρκεια της οποίας ο άνθρωπος, περνώντας από το θηρευτικό στο γεωργικό στάδιο, θεμελίωσε αργά και μεθοδικά τον πολιτικό του βίο πάνω στη νέα παραγωγική οικονομία και… … Dictionary of Greek
Τερψιθέα — Oνομασία 4 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 320 μ.) του νομού Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πλατανόβρυσης. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 740 μ.), στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας, του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου … Dictionary of Greek